δαρτά

δαρτά
δαρτός
flayed
neut nom/voc/acc pl
δαρτά̱ , δαρτός
flayed
fem nom/voc/acc dual
δαρτά̱ , δαρτός
flayed
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δαρτός — ή, ό (AM δαρτός, ή, όν) νεοελλ. 1. δαρμένος, ξυλοκοπημένος 2. (για τη βροχή) ραγδαία («πιάνει μια δαρτή βροχή, νεροποντή σωστή») 3. (για το γάλα, τα αβγά κ.λπ.) όποιος έχει υποστεί έντονη ανατάραξη κατά την επεξεργασία του («δαρτό γάλα») μσν. φρ …   Dictionary of Greek

  • δερτά — δερτά, τα (Α) θύματα, σφάγια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλεκτικό τ. αντί τού δαρτά] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”